διατρήτων

διατρήτων
διάτρητος
bored through
masc/fem/neut gen pl
διατρέω
run trembling about
pres imperat act 3rd pl (doric aeolic)
διατρέω
run trembling about
pres imperat act 3rd dual (doric aeolic)
διατρέω
run trembling about
pres imperat act 3rd pl (doric aeolic)
διατρέω
run trembling about
pres imperat act 3rd dual (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρυπτογραφία — Σύστημα γραφής μηνυμάτων με σκοπό τη μυστική αναμετάδοσή τους. Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί ένα σύνολο κειμένων, πινάκων, κλειδιών και μηχανισμών διαφόρων τύπων, που επιτρέπουν να μεταβάλλεται ένα φανερό μήνυμα σε κρυπτογραφημένο ή αντίστροφα.… …   Dictionary of Greek

  • ορβιτοειδείς — οι (παλαιοντ.) απολιθωμένη οικογένεια διάτρητων τρηματοφόρων, αντιπροσωπευτικά δείγματα τής οποίας ανακαλύφθηκαν σε αποθέσεις τού κρητιδικού και τού τριτογενούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. orbitoides (< λατ. orbita «τροχιά» +… …   Dictionary of Greek

  • ένεση τσιμέντου — Ο όρος ένεση χρησιμοποιείται στην οικοδομική για να χαρακτηρίσει το σύνολο των εργασιών που έχουν σκοπό τη στερέωση τοίχων ή εδαφών, με την εισαγωγή με πίεση ρευστού τσιμεντοκονιάματος ή τσιμέντου σε σκόνη στο εσωτερικό της μάζας. Στην πιο απλή… …   Dictionary of Greek

  • κομπολόγι — κομπολόγι, το και κομπολόι, το μικρό σύνολο διάτρητων κόκκων από στερεά ύλη που συγκρατιούνται μεταξύ τους με νήμα και χρησιμεύουν για απασχόληση: Όλη την ημέρα κάθεται στο καφενείο και παίζει το κομπολόι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”